κρημνώρεια

κρημνώρεια
κρημν-ώρεια, ,
A steep mountain-ridge, Hdn.Epim.232.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κρημνώρεια — steep mountain ridge fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρημνώρεια — η (Α κρημνώρεια) κρημνώδης πλευρά όρους ή λόφου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρημνός + ώρεια (< ὄρος). Το ω προέρχεται από τη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει» (πρβλ. ακρ ώρεια)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”